ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ & ΔΙΑΓΡΑΜΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΟ ΣχΠΚ
- Details
- Published: Tuesday, 30 June 2015 17:17
ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ Δ.Σ.Θ.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
1. Του Στυλιανού Μαυρίδη του Δήμου, αντιπροέδρου του Δ.Σ.Θ.
2. Του Βασίλειου Σιαπέρα του Νικολάου, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ.
3. Του Ιωάννη Στεφάνου του Χαραλάμπους, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ,
εκπροσώπων του δικηγορικού συνδυασμού «actus»
Θεσσαλονίκη, 12Οκτωβρίου 2014
Όμιλος Νομικού Προβληματισμού
«Έρεισμα ΔΡΑσης»
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
Α. Γενικές Παρατηρήσεις.
Καταρχήν, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι ως Όμιλος νομικού προβληματισμού και ως συνδικαλιστική δικηγορική παράταξη υποστηρίζουμε κάθε νέα νομοθετική προσπάθεια και ιδίως εκείνη που αντικαθιστά ή εκσυγχρονίζει παλαιάς κοπής νομοθετήματα που δεν ανταποκρίνονται στις επιταγές της σύγχρονης καθημερινότητας, αρκεί φυσικά η προσπάθεια τούτη να κινείται προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του δικαίου και της προσαρμογής αυτής προς τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες κι απαιτήσεις.
Περαιτέρω, θεωρούμε ως κατεξοχήν αρνητικό στοιχείο του Σχεδίου του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτός εισέρχεται στη βάσανο της κοινοβουλευτικής κρίσης, την αλλαγή της αρίθμησης των περισσοτέρων άρθρων, νομοθετική επιλογή που θα ταλαιπωρήσει στην πράξη όλους εμάς τους νομικούς μέχρι να ξεχαστεί η παλιότερη αρίθμηση και να γίνει συνείδησή μας η νέα. Θα μπορούσε βεβαίως να προβλεφθεί η διατήρηση της αρίθμησης σε άρθρα ευρέως χρησιμοποιούμενα στην πράξη, όπως λχ των άρθρων 22, 26, 27, 42, 84, 100 ΠΚ κι όπως συνέβη στην περίπτωση του άρθρου 31 ΠΚ (νομική πλάνη), το οποίο είτε συμπτωματικά είτε σκοπίμως διατήρησε την υφιστάμενη αρίθμησή του. Όσον αφορά το σχολιασμό των σημαντικότερων άρθρων του ΣχΠΚ, παραπέμπουμε στα κάτωθι.
Β. Παρατηρήσεις επί του γενικού μέρους
Τα πρώτα τρία εισαγωγικά κεφάλαια (βασικές αρχές, έγκλημα, απόπειρα και συμμετοχή) του ΣχΠΚ είναι σχεδόν αυτούσια με τα ισχύοντα στον ΠΚ και δεν εισφέρουν κάτι νέο. Σημαντικές αλλαγές εντοπίζονται στα επόμενα κεφάλαια, εκ των οποίων το 4ο και 5ο έχουν ιδιαίτερη σημασία, διότι άπτονται του καθοριστικού ζητήματος της υπερπληθυσμού των φυλακών. Σε γενικές γραμμές το πρόβλημα που έχει διαμορφωθεί είναι ότι η συμφόρηση των φυλακών σε συνδυασμό με την σταδιακή αυστηροποίηση των κυρώσεων την τελευταία εικοσαετία οδήγησαν σε υπερβολική ελαστικότητα στο στάδιο της έκτισης. Το αποτέλεσμα είναι ο ποινικός κολασμός να αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό συμβολικό πλέον χαρακτήρα (υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να επιβληθεί κάθειρξη για να εκτίσει ο καταδικασθείς) και έλλειμμα νομιμοποίησης. Επιπλέον, ο νομοθέτης επιχείρησε αποσυμπίεση της κατάστασης με ευκαιριακές δικονομικές ρυθμίσεις, θυσιάζοντας πολλές φορές εγγυητικά κεκτημένα. Τα σημεία που ξεχωρίζουν είναι τα εξής:
Κεφάλαιο 4ο:
Εξαλείφεται η δυνατότητα πρόβλεψης αποκλειστικά της ποινής της ισόβιας κάθειρξης και διευρύνονται τα πλαίσια χρηματικών ποινών (αρ. 45 και 47 ΣχΠΚ). Δίνεται επίσης η δυνατότητα για διπλή μείωση της ποινής (αρ. 48 ΣχΠΚ). Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η ελαστικότητα στο επίπεδο της απειλής της ποινής και δίνεται στον δικαστή η δυνατότητα να δίνει λύσεις με σεβασμό στην αρχή της ενοχής και της αναλογικότητας. Επιπλέον με την διπλή μείωση περιορίζονται οι μακροχρόνιες ποινές, οι οποίες σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα δεν δίνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Με το αρ. 49 ΣχΠΚ διευρύνεται η ενδεικτική απαρίθμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων. Εκτιμάται ότι η διεύρυνση αυτή θα ενισχύσει την παρατηρούμενη πρακτική να αντιμετωπίζεται η συγκεκριμένη αναφορά περισσότερο ως αποκλειστική, παρά ως ενδεικτική. Ενδεχομένως θα μπορούσε να επιδειχθεί μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη δικαστική κρίση και σε αυτό το ζήτημα. Διευκρινίζεται επίσης ότι για να διαπιστωθεί η καλή συμπεριφορά του δράστη λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κατά τον εγκλεισμό του, όπως επίσης ότι η προηγούμενη καταδίκη για «ελαφρύ» πλημμέλημα δεν αποκλείει την εφαρμογή του ελαφρυντικού του πρότερου έντιμου βίου. Με τη τελευταία ρύθμιση ωστόσο φαίνεται να επαναφέρεται η συζήτηση που αναπτύχθηκε στο παρελθόν περί πράξης ήσσονος ή βαριάς σημασίας, με αφορμή τα αρ. 478, 482 και 508 ΚΠΔ.
Ως προς τις παρεπόμενες ποινές σε θετική κατεύθυνση είναι η κατάργηση του παρωχημένου θεσμού της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων και η διεύρυνση του περιεχομένου της δήμευσης, ώστε να συμπεριλαμβάνονται και αντικείμενα που δεν σώζονται πλέον.
Τα μέτρα ασφαλείας περιορίζονται σε δύο. Η απέλαση παραμένει μόνον ως διοικητικής φύσης μέτρο (όπως συμβαίνει στην Ελβετία, Αυστρία και Γερμανία) και αναμορφώνεται ο θεσμός της δικαστικής παρακολούθησης της διάρκειας φύλαξης. Με το αρ. 58 ΣχΠΚ που αφορά τη δήμευση επιχειρείται αντικειμενικοποίηση των κριτηρίων, με την αποσαφήνιση ότι ο επικίνδυνος χαρακτήρας των αντικειμένων πρέπει να προκύπτει από τη φύση τους καθεαυτή.
Κεφάλαιο 5ο:
Η προσωπικότητα του δράστη ως κριτήριο για την επιμέτρηση αντικαθίσταται από την ενοχή, αλλαγή που αντικειμενικοποιεί τα κριτήρια, και προστίθεται ως κριτήριο οι συνέπειες που θα έχει η επιβολή της ποινής για αυτόν και τους οικείους του (αρ. 61 ΣχΠΚ). Αξιόλογη είναι και η προσθήκη της παρ. 7 για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της επιμέτρησης, η οποία θέτει ανάχωμα στην πρακτική που παρατηρείται στην πράξη να γίνεται απλή μνεία των κριτηρίων που ο νόμος ορίζει. Η καταβολή των χρηματικών ποινών ορίζεται απευθείας ότι μπορεί να γίνεται με δόσεις, γεγονός που εξασφαλίζει απαραίτητη για τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες ελαστικότητα (αρ. 62 ΣχΠΚ). Κεντρική σημασία για το κεφάλαιο έχει η κατάργηση του θεσμού της μετατροπής. Οι λόγοι που έχουν επισημανθεί είναι ότι το μέτρο καταστρατηγεί την αρχή της ισότητας ευνοώντας τους εύπορους πολίτες και η ελλειμματική δογματική θεμελίωσή της, καθώς η αδρή εφαρμογή της δεν σέβεται τον χαρακτήρα της ποινής ως ultimumremedium. Γενικά η αλλαγή κρίνεται θετικά. Ωστόσο, δοθέντος ότι η επιστήμη δέχεται ότι ο βραχυχρόνιος εγκλεισμός προκαλεί βλάβη στην προσωπικότητα του δράστη, δεν κρίνεται σκόπιμο να εκτίονται όλες οι στερητικές της ελευθερίας ποινές. Γι’ αυτόν τον λόγο εξαιρετική σημασία έχει ο συνδυασμός της κατάργησης με τον επιχειρούμενο εκσυγχρονισμό του θεσμού της αναστολής. Το σκεπτικό που διέπει τις νέες ρυθμίσεις είναι ότι η εκτέλεση της ποινής είναι λιγότερο αποτελεσματική από την απειλή της τόσο για τους «πρωτόπειρους» εγκληματίες, όσο και για αυτούς που ήδη έχουν ήπιες καταδίκες, συνδυαζόμενη στη τελευταία περίπτωση με εναλλακτικά της ποινής μέτρα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται πλέον και η κοινωφελής εργασία (αρ. 64, 65 ΣχΠΚ). Ο δικαστής μπορεί να εξαρτήσει την αναστολή από την αποζημίωση του αδικηθέντα (αρ. 64 ΣχΠΚ). Διευρύνεται επίσης σημαντικά ο ρόλος των επιμελητών κοινωνικής αρωγής, ενώ επεκτείνεται ο κατάλογος των αναπληρωματικών μέτρων (αρ. 65 ΣχΠΚ). Ορθή και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας είναι και η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της χρηματικής ποινής (αρ. 64 ΣχΠΚ). Η εκτέλεση της απόφασης που αφορά αλλοδαπό που βρίσκεται παράνομα στη χώρα αν είναι άνω των τριών ετών αναστέλλεται με τον όρο της άμεσης απέλασής του (αρ. 65 παρ. 7 ΣχΠΚ). Ορθή είναι τέλος η κατάργηση των αμφισβητούμενης δικαιοπολιτικής σημασίας διατάξεων του εγκλήματος λόγω φιλοκέρδειας και της ιδιαίτερης μεταχείρισης των καθ’ έξη εγκληματιών.
Σημαντικές αλλαγές γίνονται και στο πεδίο της συρροής. Ορθά καταργείται η διάκριση ανάμεσα στην κατ’ ιδέα και την πραγματική συρροή, διότι είναι αμφισβητούμενο στη θεωρία αν κάποια από τις δύο μορφές αποδίδει μεγαλύτερη απαξία, ενώ αναγνωρίζεται η κατ’ ιδέα ως δυνητικός λόγος υπέρ του κατηγορούμενου. Επίσης, στα πλαίσια της προαναφερόμενης προσπάθειας περιορισμού της χρονικής διάρκειας των ποινών, μειώνεται το ανώτατο όριο επαυξήσεως στο ½ και καταργείται το ελάχιστο όριο (αρ. 70 ΣχΠΚ). Ανάλογες μειώσεις ισχύουν και στις χρηματικές ποινές (αρ. 72 ΣχΠΚ). Τέλος με το αρ. 75 ΣχΠΚ εισάγονται τρεις λόγοι άφεσης της ποινής οι οποίοι έχουν πλέον καθολική ισχύ.
Κεφάλαιο 6ο:
Ι. Κατ’ οίκον Έκτιση (άρθρο 77 ΣχΠΚ).
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ρύθμιση του αρθ. 77 ΣχΠΚ η οποία εισάγει τον θεσμό της αντικατάστασης της στερητικής της ελευθερίας ποινής από την έκτιση της ποινής στην κατοικία του καταδίκου. Συγκεκριμένα, η αντικατάσταση αυτή προβλέπεται για τις τρεις κατηγορίες κρατουμένων. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όσοι έχουν καταδικασθεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας μέχρι δέκα έτη και έχουν υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας τους. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι καταδικασμένες σε ποινή στερητική της ελευθερίας μέχρι δέκα έτη μητέρες ανήλικων τέκνων που δεν έχουν συμπληρώσει το πέμπτο έτος της ηλικίας τους. Τέλος, στην τρίτη κατηγορία χωρίς την συνδρομή της προϋπόθεσης της καταδίκης σε ποινή στερητική της ελευθερίας μικρότερη από δέκα έτη ανήκουν όσοι κατάδικοι πάσχουν από ορισμένες βαριές ασθένειες και ειδικότερα όσοι νοσούν από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλονται σε τακτική αιμοκάθαρση, από ανθεκτική φυματίωση ή είναι τετραπληγικοί, από κίρρωση του ήπατος με αναπηρία τουλάχιστον του εξήντα επτά τοις εκατό (67%), από γεροντική άνοια εφόσον έχουν υπερβεί το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας, ή από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου. Ακόμη, αναφέρεται στην παρ. 3 του αρθ. 77 ΣχΠΚ ότι το δικαστήριο ή το συμβούλιο αποφασίζει την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής στην κατοικία και για τις τρεις κατηγορίες καταδίκων εκτός αν με ειδική αιτιολογία κρίνει ότι η έκτιση της ποινής σε κατάστημα κράτησης είναι απολύτως αναγκαία για να αποτραπεί από την τέλεση άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων. Ο κανόνας λοιπόν είναι σε κάθε περίπτωση η αντικατάσταση της ποινής με κατ’ οίκον περιορισμό. Η εξαίρεση από τον κανόνα, δηλαδή η συνέχιση της κράτησης σε κατάστημα κράτησης απαιτεί ειδική αιτιολογία η οποία να εξειδικεύει τον κίνδυνο τέλεσης νέων εγκλημάτων, όμοιων σε ένταση με αυτό για το οποίο εκτίει ποινή ο κατάδικος.
Ορίζεται επίσης ότι στον κατάδικο μπορούν να επιβληθούν και ορισμένοι όροι οι οποίοι εξειδικεύονται με παραπομπή στη διάταξη του αρθ. 65 παρ. 3 ΣχΠΚ, η οποία αναφέρει τις υποχρεώσεις σε περίπτωση αναστολής της ποινής υπό όρο. Γίνεται παραπέρα αναφορά και στο τι συμβαίνει στην περίπτωση που ο εκτίων την ποινή στην κατοικία δεν τηρεί τους επιβαλλόμενους όρους, όπου ο εισαγγελέα μπορεί είτε να τον προειδοποιήσει είτε να διατάξει έκτιση της ποινής έως ένα μήνα ή να διατάξει την έκτιση του υπολοίπου της ποινής σε κατάστημα κράτησης. Πρόκειται για ρύθμιση η οποία διακρίνεται για την επιείκεια της ως προς συγκεκριμένες κατηγορίες καταδίκων. Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της είναι έκδηλος διότι προβλέπει έναν εναλλακτικό τρόπο έκτισης της ποινής, αυτόν στην κατοικία του δράστη, στις περιπτώσεις εκείνες όπου η συνέχιση της κράτησης φαίνεται ιδιαίτερα επαχθής.
ΙΙ. Μετατροπή της Ποινής.
Ο θεσμός της μετατροπής της ποινής αποτελεί έκφραση ελαστικότητας αυτής στο στάδιο της επιβολής της. Στον ισχύοντα ποινικό κώδικα προβλέπονται δύο μορφές μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών: η μετατροπή σε χρηματική ποινή (αρθ. 82 ΠΚ) και η μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (αρθ. 82 παρ. 5 ΠΚ σε περίπτωση που ο καταδικασθείς αδυνατεί να καταβάλλει το ποσό μέσα στην προθεσμία που χορηγήθηκε από το δικαστήριο). Θεωρείται ότι και οι δύο αυτές μορφές μετατροπής της ποινής είναι προσανατολισμένες στην εξυπηρέτηση της ειδικής πρόληψης καθώς οδηγούν στην αποφυγή της έκτισης των βραχυχρόνιων στερητικών της ελευθερίας ποινών αποτρέποντας με τον τρόπο αυτό τον λεγόμενο κίνδυνο της εγκληματογόνου μόλυνσης που αντιμετωπίζουν κυρίως οι πρωτόπειροι δράστες (βλ. Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, σε Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, Νομική Βιβλιοθήκη 2008, Λ. Μαργαρίτη, σε Ποινολογία εκδόσεις Σάκκουλα 2005). Στο σχέδιο ποινικού κώδικα προβλέπεται μόνο η δεύτερη μορφή της μετατροπής, δηλαδή η μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Κρίνοντας την επιλογή του νομοθέτη να καταργήσει την μετατροπή σε χρηματική ποινή και να καταστήσει τη μετατροπή σε κοινωφελή εργασία τον μοναδικό θεσμό μετατροπής βγάζοντας από τον από την αφάνεια της πρακτικής και τον δευτερεύον ρόλο επιβοήθησης του θεσμού της μετατροπής σε χρηματική ποινή (βλ. αρθ. 82 παρ. 5 ΠΚ) εισφέρονται οι ακόλουθες σκέψεις:
Αρχικά, ο θεσμός της μετατροπής της ποινής φαίνεται να αντιτίθεται στην αρχή της ισότητας των πολιτών διότι απευθύνεται στους οικονομικά ισχυρούς πολίτες. Έτσι, οι έχοντες τα χρήματα να πληρώσουν το ποσό της μετατροπής συνεχίζουν να τελούν σε καθεστώς ελευθερίας ενώ οι μη έχοντες τα χρήματα καταλήγουν στη φυλακή προκειμένου να εκτίσουν την μετατραπείσα στερητική της ελευθερίας ποινή που τους επιβλήθηκε. Ακόμη, η άνιση μεταχείριση είναι έκδηλη και στον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η ποινή. Έτσι, η προσβολή που δέχεται ένας οικονομικά ισχυρός πολίτης στην περιούσια μπορεί να είναι μικρής σημασίας ακόμη και μηδαμινή ενώ μία αντίστοιχη προσβολή για έναν οικονομικά αδύνατο πολίτη μπορεί να είναι ιδιαίτερα επαχθής ακόμη και μεγαλύτερης έντασης από αυτή που δέχεται στην ελευθερίας του σε περίπτωση έκτισης της στερητικής της ελευθερίας ποινή. Η παρατήρηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική αν ληφθεί υπόψη η δεδομένη οικονομική συγκυρία όπου για ένα σημαντικό μέρος των πολιτών η έκτιση της ποινής αποτελεί μονόδρομο γεγονός που αποδυναμώνει και τον ίδιο τον χαρακτήρα του θεσμού της μετατροπής ως ευεργετήματος στον κατηγορούμενο.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων θα λέγαμε πως η αντικατάσταση του θεσμού της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής από αυτόν της μετατροπής σε κοινωφελή εργασία αποκαθιστά τις κοινωνικές ανισότητες και λειτουργεί με περισσότερα κριτήρια ισονομίας καθώς συνεπάγεται μία προσβολή ίδιας έντασης για όλους τους πολίτες. Ωστόσο, αυτό που προβληματίζει είναι η δυνατότητα μετατροπής ακόμη και ποινών σχετικά μακροχρόνιων όπως είναι φυλάκιση τεσσάρων ή ιδίως πέντε ετών, οι οποίες και βρίσκονται κοντά σε ποινές κάθειρξης. Εδώ, η μετατροπή φαίνεται να μην επιβεβαιώνει τον ίδιο τον δικαιολογητικό σκοπό της νομοθετικής καθιέρωσης του θεσμού. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η μετατροπή σε κοινωφελή εργασία συνεπάγεται μία μεγαλύτερης έντασης προσβολή στο δράστη αφού περιορίζει την ελευθερία του και θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα προκειμένου να μην παρεμποδίζει την άσκηση του επαγγέλματος του που αποτελεί και την πηγή του εισοδήματος του για τον ίδιο και για την οικογένειά του.
ΙΙΙ. Απόλυση.
Ο θεσμός της υφ’ όρο απόλυσης στο σχέδιο ΠΚ δεν παρουσιάζει ουσιώδεις αποκλίσεις από τις ισχύουσες ρυθμίσεις. Στη συνέχεια παρατίθενται ορισμένες τροποποιήσεις οι οποίες κινούνται σε θετική κατεύθυνση:
Πρώτον, στην παρ. 1 αρθ. 80 ορίζεται ρητά ότι η κρίση του δικαστηρίου σχετικά με τη συνέχιση της κράτησης σε περίπτωση ύπαρξης πειθαρχικού παραπτώματος πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την βαρύτητα του παραπτώματος και τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτό τελέσθηκε. Αυτό σημαίνει από τη μία ότι η καλή διαγωγή του απολυόμενου σχετίζεται με την ύπαρξη ή όχι πειθαρχικών παραπτωμάτων από την άλλη όμως αυτή δεν αναιρείται από την ύπαρξη μικρής σημασίας παραπτωμάτων. Με τον τρόπο αυτό αποτυπώνονται στοιχεία αναλογικότητας τα οποία πρέπει να διέπουν την κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με την κατάφαση ή όχι της μοναδικής προϋπόθεσης χορήγησης της απόλυσης και παράλληλα επιτυγχάνεται η ακριβέστερη οριοθέτηση του περιεχομένου της. Δεύτερον, στην παρ. 2 του αρθ. 80 διευκρινίζονται με σαφήνεια οι όροι που μπορούν να επιβληθούν στον απολυόμενο σχετικά με τον τρόπο ζωής του ή τον τόπο διαμονής του καθώς γίνεται ρητή παραπομπή σε ορισμένες από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στην υπό όρο αναστολή εκτέλεσης της ποινής. Με τον τρόπο αυτό αίρεται η ασάφεια του ισχύοντος δικαίου που δεν αναφέρει τίποτα ως προς το ειδικότερο περιεχόμενο των όρων αυτών. Τρίτον, στην παρ. 3 του αρθ. 81 ορίζεται για πρώτη φορά ότι σε περίπτωση ανάκλησης ή άρσης της απόλυσης μπορεί να χορηγηθεί νέα απόλυση μετά την πάροδο ενός έτους αν εκτίεται φυλάκιση, δύο ετών αν εκτίεται πρόσκαιρη κάθειρξη και τριών ετών αν εκτίεται ποινή ισόβιας κάθειρξης. Πρόκειται για ρύθμιση εξαιρετικής σημασίας διότι η σιωπή του ισχύοντος ποινικού κώδικα φαίνεται να ήταν εγγύτερη στην αποφατική εκδοχή η οποία όμως θεωρήθηκε ότι δεν συνάδει με το τελευταίο στάδιο της ποινής όπου ενδιαφέρει κυρίως η επανακοινωνικοποίηση του καταδικασθεντος (βλ. αιτ. έκθεση Μανωλεδάκη). Τέταρτον, σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης της απόλυσης ορθή είναι η επιστροφή στο προγενέστερο του ν. 4055/2012 καθεστώς όπου είναι υποχρεωτική η κλήτευση του καταδικασμένου στην συνεδρίαση του συμβουλίου πλημμελειοδικών στην οποία μπορεί να παραστεί σε κάθε περίπτωση και όχι μόνο αν το κρίνει αναγκαίο το συμβούλιου όπως ορίζεται σήμερα. Πρόκειται για ρύθμιση η οποία κατοχυρώνει το δικαίωμα ακρόασης του καταδικασμένου σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Μία τελευταία παρατήρηση, στο αρθ. 83 που ορίζεται η διαδικασία χορήγησης της και ανάκλησης απόλυσης θα έπρεπε να μεταφέρονταν ως ζήτημα του οικείου χώρου και το δικαίωμα έφεσης του καταδίκου και του εισαγγελέα αναφορικά με το βούλευμα που δέχεται ή απορρίπτει το αίτημα της απόλυσης υπό όρο, το οποίο χορηγείται σήμερα από το ν. 1968/1991 (αρθ. 17) στο οποίο και ρυθμίζεται σήμερα. Ακόμη, θα έπρεπε να επιλυθεί προς την καταφατική εκδοχή και το αμφισβητούμενο ζήτημα της δυνατότητας έφεσης εναντίον του βουλεύματος που κρίνει αυτοτελώς αίτηση για ανάκληση των όρων που επιβλήθηκαν στον κατάδικο (βλ. ειδικότερα για το ζήτημα αυτό Λ. Μαργαρίτη, Ποινολογία).
Κεφάλαιο 7ο:
Ι. Λόγοι Εξάλειψης Αξιοποίνου & Παραγραφή Ποινών.
Άρθρο 84 παρ. 4 ΣχΠΚ.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ρύθμιση της παρ. 4 του 84 ΣχΠΚ. Σύμφωνα με την τελευταία «σε περίπτωση απόπειρας ή συνέργειας, για τον χρόνο παραγραφής λαμβάνεται υπόψη η προβλεπόμενη στο νόμο μειωμένη ποινή». Πρόκειται για ρύθμιση ενός ουσιώδους νομικού ζητήματος που αφενός δεν προβλέπεται στον ισχύοντα ποινικό κώδικα και αφετέρου η αντιμετώπιση του είχε προκαλέσει οξεία αντιπαράθεση μεταξύ θεωρίας και νομολογίας.
Σε επίπεδο τεθειμένου δικαίου τη λύση σε πρακτικό επίπεδο είχε δώσει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με τη με αριθμό 18/2001 απόφασή της, η οποία αναφορικά με το ζήτημα της παραγραφής του αξιοποίνου στην περίπτωση της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας θεώρησε κρίσιμο το μέγεθος της απειλούμενης για το ολοκληρωμένο έγκλημα της ανθρωποκτονίας ποινής και όχι την μειωμένη κατά το αρθ. 47 παρ.1 ΠΚ. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε η ολΑΠ 18/2001 για να στηρίξει την θέση της συνοψίζονται ως εξής: α) Η ρύθμιση του αρθ. 19 ΠΚ που ορίζει ότι αν μια πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα καθορίζεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο για αυτήν και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλλε το δικαστήριο λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής. β) Η άποψη ότι οι λόγοι μείωσης της ποινής θεωρούνται επιμετρητικά στοιχεία της ποινής και όχι λόγοι που διαμορφώνουν νέα πλαίσια αυτής. γ) η φύση της απλής συνέργειας και της απόπειρας ως μορφών εμφάνισης στο έγκλημα και όχι ως ιδιαίτερων εγκλημάτων. δ) Η δυνατότητα επιβολής από το δικαστήριο τόσο για την απόπειρα όσο και για την απλή συνέργεια της προβλεπόμενης για το φυσικό αυτουργό ποινής του πλήρους εγκλήματος.
Η αμφισβήτηση των παραπάνω επιχειρημάτων, όπως πραγματοποιήθηκε από την θεωρία (βλ. αναλυτικότερα Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, Προβληματικές της σύχρονης νομολογίας του Αρείου Πάγου στο χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ΠοινΔικ 2003, σελ. 1255 επ., Λ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα, τόμος 2ος, Νομική Βιβλιοθήκη 2012), παρουσιάζεται στη συνέχεια προκειμένου να αναδειχθεί τόσο η νομική ορθότητα της ρύθμισης του αρθ. 84 ΣχΠΚ αλλά και η αναγκαιότητα της νομοθετικής της καθιέρωσης, καθώς η υπέρβαση της ακολουθούμενης σταθερής νομολογίας φαινόταν αξεπέραστη με άλλο τρόπο. Πρώτον, αναφορικά με τη ρύθμιση του αρθ. 19 ΠΚ, η οποία και ακολουθείται χωρίς μεταβολές και από το αρθ. 18 παρ. 2 ΣχΠΚ, αποσκοπεί στην διευκρίνιση του νομικού χαρακτήρα της πράξης που εκδικάσθηκε, ο οποίος δεν διαφοροποιείται σε περίπτωση επιβολής μειωμένης ποινής από το δικαστήριο. Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια ότι δεν αλλάζει ο χαρακτήρας ενός κακουργήματος αν ο δικαστής επιβάλλει στον δράστη τη μειωμένη ποινή της φυλάκισης και όχι αυτή της κάθειρξης. Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και η προϊστορία θέσπισης της διάταξης που σκοπό είχε να άρει την σχετική διαφωνία που είχε δημιουργηθεί υπό την ισχύ του ποινικού νόμου. Το σημαντικότερο επιχείρημα που σχετίζεται με την προβληματική αυτή έχει να κάνει με τη θεώρηση των γενικών λόγων μείωσης της ποινής ως λόγων διαμόρφωσης νέων πλαισίων ποινής και όχι απλά ως επιμετρητικά μεγέθη σύμφωνα με τη γνώμη της νομολογίας. Σύμφωνα λοιπόν με την θέση της θεωρίας οι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής (δηλαδή αυτοί που προβλέπονται στο γενικό μέρος του ΠΚ και όχι στις ελαφρυντικές περιστάσεις) αποτελούν εκφάνσεις της νομοθετικής ελαστικότητας της ποινής με συνέπεια να μεταβάλλουν υποχρεωτικά τα πλαίσια αυτής υπέρ του κατηγορουμένου δημιουργώντας νέα απειλούμενα από το νομοθέτη πλαίσια ποινής σε αντίθεση με τους άλλους λόγους μείωσης της ποινής που λαμβάνονται δυνητικά υπόψη από το δικαστήριο. Αναφορικά με το τρίτο επιχείρημα της νομολογίας η καθηγήτρια Μαρία Καιάφα-Γκμπάντι αναφέρει ότι ο τρόπος τυποποίησης της απόπειρας και της απλής συνέργειας η εφαρμογή των οποίων προϋποθέτει την παραπομπή στις διατάξεις των εγκλημάτων του ειδικού μέρους συνιστά επιλογή εξοικονόμησης του νομοθετικού έργου και δεν μαρτυρά τον χαρακτήρα τους ως μορφών εμφανίσεων στο έγκλημα. Η απόπειρα και η απλή συνέργεια λοιπόν διαθέτοντας η καθεμία δική της αντικειμενική (π.χ. η αρχή εκτέλεσης για την απόπειρα) και υποκειμενική υπόσταση (π.χ. ο διπλός δόλος του απλού συνεργού αποδεικνύουν την αυτοτελή υπόστασή τους. Τέλος, η προσφυγή στις διατάξεις των παρ. 2 του αρθ. 42 και 47 αντίστοιχα προκειμένου να διαμορφωθούν τα πλαίσια ποινών της απόπειρας και της απλής συνέργειας με κατώτερο όριο την μειωμένη ποινή και ανώτερο την προβλεπόμενη για το ολοκληρωμένο έγκλημα προσκρούει σε διπλό αντίλογο. Από τη μία οι εν λόγω διατάξεις έχουν θεωρηθεί αντισυνταγματικές λόγω της προσβολής της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ισότητας αλλά και δικαιοπολιτικά επισφαλείς λόγω του αυξημένου αοριστίας προγνωστικού χαρακτήρας τους. Για τους λόγους αυτούς εξάλλου οι διατάξεις αυτές έχουν απαλειφθεί από το ΣχΠΚ. Από την άλλη η δημιουργία ενός νέου πλαισίου ποινής με βάση τη συλλογιστική αυτή του ΑΠ κρίνεται καθεαυτή αντισυνταγματική επειδή διευρύνει το αξιόποινο σε βάρος του κατηγορουμένου παρά το νόμο για όλες τις περιπτώσεις απόπειρας και απλής συνέργειας αγνοώντας την εξαιρετικότητα των ρυθμίσεων στις οποίες παραπέμπει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση του ΣχΠΚ δύναται και πρέπει να ανοίξει το δρόμο για την αντιμετώπιση και των συναφών δικονομικών ζητημάτων (αρμοδιότητα, δικαίωμα έφεσης κατά βουλευμάτων, επιβολή και παράταση της προσωρινής κράτησης) με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με βάση τη μειωμένη ποινή διότι και η προβληματική στο πεδίο του δικονομικού ποινικού δικαίου επικεντρώνεται αφενός στη ρύθμιση του αρθ. 19 ΠΚ αλλά στον χαρακτηρισμό των γενικών λόγων μείωσης της ποινής ως όρων διαμόρφωσης νέων απειλούμενων από τον νόμο πλαισίων ποινής. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η αναγκαιότητα της παρέμβασης του νομοθέτη για την επίλυση του ζητήματος υπέρ της άποψης της θεωρίας που επιβεβαιώνει με αυθεντικό πλέον τρόπο την ορθότητα των επιχειρημάτων της.
Άρθρο 85 ΣχΠΚ.
Εύστοχη είναι η πρόβλεψη του αρθ. 85 εδ. β’ που καθορίζει τον χρόνο έναρξης παραγραφής σε περίπτωση συμμετοχής στο χρόνο τέλεσης της πράξης του φυσικού αυτουργού. Η ρύθμιση αυτή συνιστά απόρροια του εξαρτημένου αδίκου της συμμετοχικής δράσης καθώς πριν από το χρονικό σημείο δράσης του φυσικού αυτουργού δεν υπάρχει συμμετοχικό άδικο και συνεπώς δεν μπορεί να αρχίζει να τρέχει και οποιαδήποτε προθεσμία παραγραφής (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Σχεδίου Ποινικού Κώδικα υπό την επιτροπή Ι. Μανωλεδάκη).
ΙΙ. Έγκληση.
Ορθή αντιμετώπιση του ζητήματος πραγματοποιείται αναφορικά με τη δυνατότητα ανάκληση της έγκλησης από τους νόμιμους αντιπροσώπους του παθόντος όταν αυτοί ήταν και τα πρόσωπα που την υπέβαλλαν. Ειδικότερα ορίζεται ότι οι νόμιμοι αντιπρόσωποι διατηρούν το δικαίωμα ανάκλησης όσο διαρκεί η νόμιμη εκπροσώπηση ενώ το δικαίωμα αυτό το έχει ο παθών στην περίπτωση που αυτή έχει λήξει κάτι, γεγονός νομικά ορθό διότι εφόσον ο παθών έχει πλέον τη νομική δυνατότητα να διαχειρίζεται ο ίδιος τις υποθέσεις του θα πρέπει να μπορεί και να αποφασίζει ο ίδιος για την περαιτέρω δίωξη του εγκλήματος που τελέσθηκε σε βάρος του. Σχετικά τώρα με την διατήρηση της δυνατότητας του Υπουργού της Δικαιοσύνης να υποβάλλει αυτός την αίτηση για την δίωξη των κατ’ έγκληση διωκόμενων εγκλημάτων σε βάρος του Προέδρου της Δημοκρατίας συμφωνούμε με τον χαρακτηρισμό της διάταξης ως παρωχημένης και την κατάργηση της για το λόγο αυτό από την Επιτροπή Σχεδίου Ποινικού Κώδικα υπό την προεδρία Ι. Μανωλεδάκη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην οικεία Αιτιολογική Έκθεση ο θεσμός αυτός απηχεί αντιλήψεις άλλων εποχών και ταυτόχρονα συνιστά την μοναδική διάταξη στον ποινικό κώδικα όπου ο φορέας του εννόμου αγαθού αντικαθίσταται στην υποβολή έγκλησης από άλλο πρόσωπο μολονότι μπορεί έγκυρα να δηλώσει τη βούλησή του.
Άρθρο 92 ΣχΠΚ:
Σύμφωνα με το άρθρο 92 ΣχΠΚ η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα που η απόφαση έγινε αμετάκλητη. Στο σημείο αυτό η νέα διάταξη του άρθρου 92 επαναλαμβάνει τη διατύπωση του ισχύοντος άρθρου 115 ΠΚ. Ωστόσο, όπως ορθά έχει επισημανθεί από τον καθηγητή Λάμπρο Μαργαρίτη ο χρόνος έναρξης της παραγραφής των ποινών δεν οριοθετείται μόνο από το εν λόγω άρθρο του ποινικού κώδικα αλλά το τελευταίο οφείλεται να διαβάζεται σε συνδυασμό με το κείμενο του αρθ. 473 παρ. 3 ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, με το αρθ. 20 παρ. 4 του ν. 2521/1997 προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο αρθ. 473 παρ. 3 (σχετικά με την έναρξή της προθεσμίας αναίρεσης) το οποίο και ορίζει ότι η καταχώρηση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής. Εν συνεχεία αυτό σημαίνει ότι αν η απόφαση δεν καθαρογραφεί εντός του δεκαπενθημέρου, όπως το αρθ. 473 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζει, και αφού περάσει πλασματικά η δεκαήμερη (αρθ. 473 παρ. 1 ΚΠΔ) ή εικοσαήμερη προθεσμία αναίρεσης (αρθ. 473 παρ. 2 ΚΠΔ) για τον κατηγορούμενο, η οποία άρχεται από την 16η ημέρα (καταληκτικό σημείο της προθεσμίας καθαρογραφής της απόφασης), αρχίζει να τρέχει ο χρόνος παραγραφής της ποινής (βλ. αναλυτικότερα Λ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα, τόμος 1ος, Νομική Βιβλιοθήκη 2012). Συνεπώς, με το άρθρο αυτό εισάγεται ρωγμή στο αρθ. 114 ΠΚ καθώς χρόνος έναρξης της παραγραφής της ποινής δεν ορίζεται το αμετάκλητο της απόφασης.
Ακολούθως με όσα αναπτύχθηκαν και προς αποφυγή παρανοήσεων αλλά κυρίως χάρη της συστηματικής ενότητας των ρυθμίσεων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου θα έπρεπε η παρέκκλιση αυτή ως προς τον χρόνος έναρξης της παραγραφής των ποινών να ληφθεί υπόψη στη διατύπωση της νέας διάταξης του αρθ. 92 ΣχΠΚ. Εφόσον η παραγραφή των ποινών αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου θα έπρεπε να περιλαμβάνει στο ίδιο το πλέγμα των διατάξεών της και την οποιαδήποτε παρέκκλιση ως προς τον χρόνο έναρξης αυτής, εν προκειμένω την παρέκκλιση από τον κανόνα του αμετακλήτου της απόφασης. Πρόκειται για σημαντική παρατήρηση διότι λόγω της τηρούμενης πρακτικής, δηλαδή της μη καθορογραφής των αποφάσεων εντός του 15νθημέρου στην πλειονότητα των αποφάσεων, η παρέκκλιση του αρθ. 473 παρ. 3 ΚΠΔ τείνει -αν δεν έχει ακόμη γίνει- να αποτελέσει τον κανόνα ως προς τον χρόνο έναρξης της παραγραφής των ποινών.
Κεφάλαιο 8ο:
Τα σημεία του 8ου κεφαλαίου, στα οποία επικεντρώθηκε η νομοθετική πρωτοβουλία κι αξίζουν να επισημανθούν, είναι τα ακόλουθα:
Άρθρο 96 παρ. 3 ΣχΠΚ:
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ρητή κατοχύρωση από το νομοθέτη τόσο της αρχής της επικουρικότητας (εδ. α) όσο και της αρχής της αναλογικότητας (εδ. β). Ειδικότερα ορίζεται ότι η επιλογή του αναμορφωτικού μέτρου που πρέπει να επιβληθεί στους ανηλίκους διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας με την έννοια ότι τα αναμορφωτικά μέτρα με αριθμό α-θ της παρ. 1 του αρθ. 96 ως λιγότερο επαχθή για τον ανήλικο προτάσσονται των υπολοίπων μέτρων. Στη συνέχεια στο εδ. β προβλέπεται ότι το περιεχόμενο και η διάρκεια των μέτρων πρέπει να είναι ανάλογα προς την βαρύτητα της πράξης που έχει τελεσθεί, την προσωπικότητα του δράστη και τις βιοτικές του συνθήκες. Έτσι, η αρχή της αναλογικότητας προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περίπτωσης βρίσκει και στα αναμορφωτικά μέτρα εναντίον των ανηλίκων όπως στο ίδιο σχέδιο αναφορικά με τα υπόλοιπα μέτρα ασφαλείας έγινε (αρθ. 56 παρ. 2) την ρητή αποτύπωσή της.
Άρθρο 102 παρ. 5 ΣχΠΚ.
Σύμφωνα με την διάταξη αυτή για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως περιορισμός που εκτίθηκε θεωρείται και αυτός που υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Με τον τρόπο αυτό καταργήθηκε ο περιορισμός της πραγματικής έκτισης του 1/3 της ποινής που ισχύει στο αρθ. 129 παρ. 4 εδ. β. ΠΚ. Η κατάργηση αυτή κρίνεται εύστοχη διότι έχει παρατηρηθεί ότι εφόσον τέτοιος περιορισμός δεν ισχύει για την ποινή της φυλάκισης (βλ. αρθ. 79 παρ. 5 ΣχΠΚ, αρθ. 105 παρ. 6 ΠΚ) δεν πρέπει να ισχύει και για την ποινή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων διότι πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για κατηγορίες ποινών που επιβάλλονται για πλημμεληματικές πράξεις (βλ. αιτιολ. έκθεση Μανωλεδάκη).
Άρθρο 104 παρ. 1 ΣχΠΚ:
Με την συγκεκριμένη διάταξη αντιμετωπίζεται το νομοθετικό κενό που προέκυψε από την ρύθμιση της παρ. 1 του αρθ. 130 καθώς ορίζεται τι συμβαίνει στην περίπτωση που εκδικάζεται μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους κάποια πράξη που τέλεσε κάποιος ανήλικος μετά την συμπλήρωση του δέκατου πέμπτου έτους της ηλικίας του αλλά δεν αναφέρεται κάτι σχετικά με τους ανήλικους που όταν τέλεσαν την πράξη βρίσκονταν μεταξύ του όγδοου και δέκατου πέμπτου έτους της ηλικίας τους. Έτσι, ορίζεται λοιπόν για την κατηγορία αυτή των ανηλίκων στην παρ. 1 του αρθ. 104 ΣχΠΚ ότι τους επιβάλλονται μόνο τα προβλεπόμενα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα κατά το αρθ. 95 παρ. 1 και 2 ΣχΠΚ. Επιπλέον, ορίζεται ότι στην περίπτωση αυτή τα αναμορφωτικά μέτρα παύουν αυτοδικαίως όταν ο υπαίτιος συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του.
Άρθρο 107 ΣχΠΚ.
Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο στο δράστη που κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του, το δικαστήριο μπορεί αφενός να του επιβάλλει μειωμένη όπως και υπό το ισχύον δίκαιο γίνεται δεκτό αφετέρου όμως μπορεί να του επιβάλλει και την ποινή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης. Ο περιορισμός επιβάλλεται εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι η τέλεση της πράξης οφείλεται στην ελλιπή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του δράστη λόγω της νεαρής ηλικίας και ότι ο περιορισμός αυτός θα είναι αρκετός για να αποφευχθεί η τέλεση άλλων εγκλημάτων. Η συγκεκριμένη ρύθμιση δικαιολογείται με την σκέψη ότι η εγκληματικής συμπεριφορά των νεαρών ενήλικων σχετίζεται με το μεταβατικό στάδιο της ανάπτυξης τους και για το λόγο αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τους ανηλίκους, δηλαδή κυρίως με την ποινή του περιορισμού και όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής του σε κάθε περίπτωση με ποινή μειωμένη (βλ. αιτιολ. Έκθεση Μανωλεδάκη). Ορθότερη ήταν η ρύθμιση του σχεδίου της επιτροπής Μανωλεδάκη η οποία αναφορικά με την συγκεκριμένη διάταξη παράτεινε και το ηλικιακό όριο από το εικοστό πρώτος έτος στο εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας των δραστών καθώς αυτό κρίνεται ιδιαίτερα στενό τόσο σε διεθνές όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο όπου παρατηρείται η εφαρμογή του δικαίου των ανηλίκων και σε άτομα μέχρι το ανωτέρω ηλικιακό όριο (βλ. αιτιολ. Έκθεση Μανωλεδάκη).
Άρθρο 106 ΣχΠΚ.
Στο συγκεκριμένο άρθρο καθορίζονται οι περιπτώσεις συρροής των εγκλημάτων των ανηλίκων. Το σχέδιο δεν αποκλίνει ουσιωδώς από τις ισχύουσες διατάξεις αλλά προσαρμόζει το κείμενο του στις αντίστοιχες τροποποιήσεις του κεφαλαίου. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι επιβάλλεται η ποινή του περιορισμού επαυξημένη όχι όμως πέρα από τα όρια του αρθ. 46 ΣχΠΚ (όμοια με αρθ. 132 παρ. 2β’ ΠΚ) όταν ο κρατούμενος ανήλικος σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων πριν την συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας διαπράξει αξιόποινη πράξη ή συντρέχει άλλη περίπτωση συρροής κατά το αρθ. 73 ΣχΠΚ είτε όταν μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου και πριν από τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας του δικαστήριο του επιβάλει περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 107 παρ. 1 εδ. α’ ή ποινή φυλάκισης κατώτερη από πέντε έτη. Αντίθετα επιβάλλεται συνολική ποινή κάθειρξης επαυξημένη, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη του μισού της ποινής που είχε καθορίσει η προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου (αρθ. 132 παρ. 2α’) στην περίπτωση που ο κρατούμενος σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων διαπράξει κακούργημα μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου και πριν από τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας του, για το οποίο του επιβάλλεται ποινή κάθειρξης τουλάχιστον πέντε ετών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 107 παρ. 1 στ. β’. Και υπό την προτεινόμενη μορφή της διάταξης γίνεται φανερό, όπως ήδη γίνεται δεκτό, ότι ο περιορισμός θεωρείται ποινή βαρύτερη από την φυλάκιση.
Γ. Παρατηρήσεις επί του ειδικού μέρους
Εν πρώτοις, δεδομένου ότι το ειδικό μέρος του ΠΚ κατηγοριοποιείται από την αρχή, η επιχειρούμενη αρίθμηση του ειδικού μέρους του νέου ΠΚ εξυπηρετεί καλύτερα την (ανα)κατηγοριοποίηση των άρθρων, καθώς τούτη φαντάζει πλέον πιο ορθολογική. Ειδικότερα, προβλέπονται πλέον ξεχωριστές κατηγορίες ή υποκατηγορίες εγκλημάτων, όπως πχ κατά της προσβολής ή διατάραξης της δικαστικής λειτουργίας (άρθρα 139-157 νέου ΠΚ) ή της παραβίασης υπηρεσιακής επιβολής (ελευθέρωση φυλακισμένου κτλ, άρθρα 173-177 νέου ΠΚ) ή τις προσβολές του ατομικού απορρήτου και της απόρρητης επικοινωνίας (άρθρα 271-273 νέου ΠΚ). Εξάλλου, η ορθολογικότερη κατηγοριοποίηση των εγκλημάτων είναι εμφανής σε διάφορα σημεία του νέου ΠΚ, όπως πχ στο έγκλημα των βασανιστηρίων, το οποίο ορθά συγκαταλέγεται πλέον στα εγκλήματα κατά της υπηρεσίας και όχι κατά του πολιτεύματος, όπως συνέβαινε στον παλαιό ΠΚ (βλ άρθρο 158 νέου ΠΚ σε αντιστοιχία προς το άρθρο 137 Α του παλαιού). Το ίδιο συμβαίνει πια και με την αιμομιξία, η οποία προβλεπόταν στο άρθρο 345 του παλιού ΠΚ, ήτοι στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ενώ πλέον στον καινούριο ΠΚ κατηγοριοποιείται ως έγκλημα κατά της οικογένειας, τιτλοφορούμενο μάλιστα ως «σεξουαλική πράξη μεταξύ συγγενών» (βλ. 19ο κεφάλαιο νέου ΠΚ, άρθρο 293).
Επίσης, εντύπωση προκαλεί η απαλοιφή ολόκληρων κατηγοριών αδικημάτων, όπως αυτή των πταισμάτων (άρθρα 411-457 παλαιού ΠΚ, σσ: αλήθεια σε ποιο νομοθέτημα θα προβλέπονται πια τα πταίσματα, τα οποία συνιστούν μόνο διοικητική παράβαση σύμφωνα με το άρθρο 320 του νέου ΠΚ;) ή εκείνων που ανάγονται στη στρατιωτική υπηρεσία και την υποχρέωση στράτευσης (άρθρα 202-206 παλαιού ΠΚ) ή αυτών της επιβουλής της θρησκευτικής ειρήνης (άρθρα 198-201 παλαιού ΠΚ) ή και επιμέρους αυτοτελών αδικημάτων, όπως η διγαμία (άρθρα 356 παλαιού ΠΚ). Αρνητική εξέλιξη που δε συνάδει με το κοινό περί δικαίου αίσθημα αποτελεί η ελάφρυνση της ποινικής απαξίας του εγκλήματος της δωροδοκίας και δωροληψίας πολιτικών αξιωματούχων, όπως αυτές προβλέπονται πλέον στο άρθρο 129 του νέου ΠΚ και τιμωρούνται, η μεν πρώτη (δωροδοκία) με φυλάκιση από 3 ως 5 έτη και με χρηματική ποινή, η δε δεύτερη (δωροληψία ή παθητική δωροδοκία) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή αντί της πολύ αυστηρότερης προηγούμενης ρύθμισης των άρθρων 159 Α και 159, αντιστοίχως, του παλαιού ΠΚ, τα οποία αμφότερα απειλούσαν για τις πράξεις αυτές ποινές κάθειρξης (ήτοι από 5 μέχρι 20 ετών), καθώς και χρηματικές ποινές από 15.000 ως 150.000 ευρώ. Αντί λοιπόν να αυστηροποιηθούν οι ποινές κατά των συγκεκριμένων αδικημάτων, παρατηρείται μια άνευ λόγου ελάφρυνση της ποινικής τους αντιμετώπισης, η οποία κατά γενική ομολογία δεν ικανοποιεί την απαίτηση της ελληνικής κοινωνίας για πάταξη κι εξάλειψη του φαινομένου της πολιτικής διαφθοράς.
Στα θετικά του νέου ΠΚ συγκαταλέγεται η πρόβλεψη για πρώτη φορά στον ΠΚ ειδικού κεφαλαίου (ήτοι του 10ου, άρθρα 201-211 νέου ΠΚ), το οποίο περιλαμβάνει τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, υιοθετώντας (σχεδόν) αυτούσια τη σχετική πρόταση της Επιτροπής Μανωλεδάκη. Έτσι, ως βασικό έγκλημα τυποποιείται η ρύπανση του περιβάλλοντος (άρθρο 207), ενώ, πέραν αυτού, εντάχθηκαν στο κεφάλαιο αυτό (ως νέα εγκλήματα, τυποποιημένα για πρώτη φορά) και: α) η επικίνδυνη διαχείριση αποβλήτων (άρθρο 208), β) απελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων ή παθογόνων οργανισμών (άρθρο 209), γ) διάδοση μεταδοτικών ασθενειών (άρθρο 210), δ) προσβολές προστατευόμενων ειδών της άγριας χλωρίδας ή πανίδας (άρθρο 211), ε) προσβολές της στιβάδας του όζοντος (άρθρο 212), στ) εμπρησμός σε δάση (άρθρο 213), ζ) απελευθέρωση και κατάχρηση πυρηνικής ενέργειας ή ιοντίζουσας ακτινοβολίας (άρθρο 214) και η) απαγορευμένη παραγωγή και χρήση πυρηνικών ή ραδιενεργών υλικών (άρθρο 215). Περαιτέρω, με ειδική διάταξη τυποποιήθηκε ένα γνήσιο έγκλημα παράλειψης για την τιμώρηση ως φυσικών αυτουργών των διοικητών σε περίπτωση που από δόλο ή αμέλεια δεν εμποδίζουν το πρόσωπο το οποίο τελεί υπό τις εντολές τους να τελέσει τις περιλαμβανόμενες στα άρθρα αυτά αξιόποινες πράξεις (άρθρο 216). Τέλος, προβλέπεται ο θεσμός της έμπρακτης μετάνοιας και της δικαστικής άφεσης ποινής (άρθρο 217).
Οι τροποποιήσεις κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση, επιχειρώντας να άρουν ορισμένες δυσλειτουργίες που υφίστανται στο ισχύον νομοθετικό καθεστώς. Δύο είναι οι πιο σημαντικές –κατά τη γνώμη μας θετικές- αλλαγές που προωθούνται: i) η ένταξη για πρώτη φορά της ποινικής προστασίας του περιβάλλοντος στον Ποινικό Κώδικα, με την οποία ουσιαστικά αναγνωρίζεται το περιβάλλον ως θεμελιώδες κοινωνικό αγαθό, και ii) η πλήρης αποσύνδεση του αξιοποίνου από τις πράξεις της διοίκησης, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της συγκεκριμένης και ορισμένης περιγραφής των τρόπων ρύπανσης, χωρίς να χρειάζεται παραπομπή σε πλήθος διοικητικών διατάξεων.
Περαιτέρω, μέσω της συστηματικής κωδικοποίησης και ένταξης των περιβαλλοντικών προσβολών στον Ποινικό Κώδικα, η εποπτεία της σχετικής ύλης, η οποία στο σημερινό καθεστώς είναι δαιδαλώδης και χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, καθίσταται ευχερέστερη γεγονός που θα διευκολύνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της ποινικής καταστολής. Επίσης, καθίσταται (ακόμη πιο) σαφές ότι το προστατευόμενο μέγεθος είναι το περιβάλλον καθ’ αυτό, ενώ ο τυχόν κίνδυνος/βλάβη που απορρέει για τα άλλα έννομα αγαθά οδηγεί σε διακεκριμένες μορφές των επιμέρους εγκλημάτων. Επιπρόσθετα, η ένταξη των περιβαλλοντικών προσβολών στον Ποινικό Κώδικα, στον πυρήνα δηλαδή της ποινικής μας νομοθεσίας, φρονούμε ότι θα συμβάλλει αποφασιστικά στην αναβάθμιση της σημασίας του και στην εμπέδωση περιβαλλοντικής συνείδησης, όχι μόνο στους εφαρμοστές του δικαίου αλλά και στο κοινωνικό σύνολο γενικότερα. Στα θετικά σημεία του εγχειρήματος συγκαταλέγεται και το γεγονός ότι οι νομοτυπικές υποστάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν και καλύπτουν κάθε σύγχρονη μορφή ρύπανσης, περιγράφουν με σαφήνεια τις προσβολές του περιβάλλοντος, ώστε να αναδεικνύεται, ήδη από την περιγραφή, ο ουσιαστικά άδικος χαρακτήρας τους, γεγονός που αναμφίβολα δημιουργεί βεβαιότητα δικαίου, ενώ εξίσου σημαντικό είναι το ότι παραμένει προτεραιότητα του νομοθέτη η επανόρθωση των συνεπειών που επήλθαν από την παράνομη προσβολή του περιβάλλοντος, όπως συνάγεται από την ευνοϊκή μεταχείριση που επιφυλάσσει στο δράστη το άρθρο 217.
Καινοτομία αποτελεί το άρθρο 225 του ΣχΠΚ, το οποίο αφορά στην επικίνδυνη οδήγηση και με βάση το οποίο προβλέπονται μέχρι και κακουργηματικές ποινές για τις εξής περιπτώσεις οδήγησης: α) υπό την επήρεια ουσιών, β) στο αντίθετο ρεύμα, γ) οχήματος τεχνικά ανασφαλούς, δ) με επικίνδυνους ελιγμούς ή ε) συμμετοχής σε αυτοσχέδιους αγώνες. Πολλές από τις περιπτώσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου αντιμετωπίζονταν μέχρι σήμερα ποινικά με την απόδοση κατηγορίας για διατάραξη της ασφαλείας των συγκοινωνιών (βλ. άρθρο 290 ΠΚ)Η εν λόγω παλιά ρύθμιση απέχει εννοιολογικά από το ζητούμενο της ασφαλούς οδηγικής συμπεριφοράς και την τήρηση των οδηγικών κανόνων, ένα ζήτημα χρήζον άμεσης αντιμετώπισης λόγω της πληθώρας τροχαίων ατυχημάτων που έχουν ως αιτία την επικίνδυνη οδήγηση.
Καινοτομίες αποτελούν επίσης οι προβλέψεις των νέων άρθρων 297 (αυθαίρετη χρήση μεταφορικού μέσου) και 306 (απάτη σχετικά με τις επιχορηγήσεις), τα οποία ρυθμίζουν την ποινική μεταχείριση πράξεων που δύσκολα θα μπορούσε να προβλέψει ο νομοθέτης του παλαιού ΠΚ. Παράλληλα, ορθώς διατηρείται η ρύθμιση για τη σωματική βλάβη από αμέλεια κατά την οδήγηση οχήματος (βλ. άρθρο 242 παρ. 2 ΣχΠΚ), η οποία διώκεται αυτεπάγγελτα μόνο όταν εξυπηρετεί τη βιοποριστική μεταφορά επιβατών ή πραγμάτων, ενώ αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του υπαιτίου, ακόμα κι αν είναι υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή, ο εισαγγελέας οφείλει να απέχει από την ποινική δίωξη με σχετική διάταξή του και το δικαστήριο να παύσει αυτήν, αν η δίωξη έχει ήδη ασκηθεί. Στην παράγραφο 1 του παραπάνω άρθρου συναντάται για πρώτη φορά η διαζευκτική πρόβλεψη για επιβολή είτε ποινής φυλάκισης μέχρι 3 έτη είτε χρηματικής ποινής, ενώ για την εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη προβλέπεται μόνο χρηματική ποινή. Η συγκεκριμένη ρύθμιση ίσως να μην ικανοποιήσει σε πολλές περιπτώσεις το αίσθημα δικαίωσης που αναμένει το εκάστοτε θύμα, καθότι ο θύτης θα τιμωρείται συχνά μόνο με χρηματική ποινή κι όχι με ποινή φυλάκισης, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.
Ενδιαφέρον προκαλεί και η μεθοδολογία του υπό κρίση νομοθετήματος, με βάση την οποία εισέρχονται διατάξεις που έχουν επεξηγηματικό ή εννοιολογικό χαρακτήρα, όπως λχ συμβαίνει με το άρθρο 249 παρ. 5 ΣχΠΚ, όπου και εξηγείται η έννοια της εκμετάλλευσης ανθρώπου ή το άρθρο 268 που τιτλοφορείται ως «ορισμοί» σχετικά με την έννοια της σεξουαλικής πράξης, της πράξης και της χειρονομίας σεξουαλικού χαρακτήρα, του υλικού παιδικής πορνογραφίας και της πορνογραφικής παράστασης ή και το άρθρο 279 στο οποίο αναγράφονται οι ορισμοί του συστήματος πληροφοριών, των ηλεκτρονικών δεδομένων και του συστήματος πληροφοριών ζωτικής σημασίας. Στην πράξη, οι εννοιολογικές αυτές αναφορές θα βοηθήσουν τους εφαρμοστές της κάθε ποινικής διάταξης, αποσαφηνίζοντας τη διάθεση και την πρόβλεψη του νομοθέτη, κάτι που με τον προηγούμενο ποινικό κώδικα δεν ήταν ευκρινές σε πάμπολλες περιπτώσεις, οδηγώντας σε θεωρητικές και πρακτικές αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες.
Όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό του ΠΚ, πρέπει να επισημανθεί ότι ορθώς επιχειρείται η εισαγωγή του 17ου κεφαλαίου (άρθρα 274-279 ΣχΠΚ), το οποίο τιτλοφορείται «προσβολές συστημάτων πληροφοριών» και το οποίο αντιμετωπίζει ποινικά την παράνομη πρόσβαση, φθορά κι υποκλοπή ηλεκτρονικών δεδομένων, το γνωστό σε όλους «hacking».
Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η ρύθμιση του άρθρου 178 ΣχΠΚ περί σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, η οποία εισάγει ως απαιτούμενο για την πλήρωση της τυπικής της υπόστασης την έννοια του προσπορισμού οικονομικού οφέλους, στοιχείο που φάνταζε απαραίτητο για την στοιχειοθέτηση της εν λόγω πράξης και το οποίο είχε αγνοηθεί από το νομοθέτη του παλιού ΠΚ στο άρθρο 187. Η παλαιότερη ρύθμιση παρείχε τη δυνατότητα στην κατηγορούσα αρχή να απευθύνει την προκείμενη κατηγορία σε πλήθος περιπτώσεων, οι οποίες βέβαια δεν ευσταθούσαν και δεν αποδεικνύονταν από την ίδια στο ποινικό ακροατήριο με αποτέλεσμα να παρατηρείται σωρεία αθωώσεων για το αδίκημα αυτό, οι οποίες στατιστικά αγγίζουν τα ¾ των περιπτώσεων. Με βάση τη νέα ρύθμιση, ας ελπίσουμε ότι θα γίνει χρήση του εν λόγω άρθρου με περισσότερη φειδώ και πιο εμπεριστατωμένα.
Περαιτέρω, οφείλουμε να θέσουμε έναν προβληματισμό σχετικά με τη ρύθμιση του άρθρου 181 ΣχΠΚ, το οποίο τιτλοφορείται «μέτρα επιείκειας» και το οποίο προβλέπει την απαλλαγή από οποιαδήποτε ποινική ευθύνη μέλους εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης που καταγγέλλει τη σχεδιαζόμενη εγκληματική δράση της οργάνωσης με αποτέλεσμα είτε την πρόληψη της διάπραξης αυτής είτε την εξάρθρωση της οργάνωσης. Η συγκεκριμένη ρύθμιση πιθανότατα θα οδηγήσει στην ατιμωρησία όλων των μετανοημένων (ασχέτως για ποιόν λόγο) μελών των παραπάνω οργανώσεων, τη στιγμή κατά την οποία είναι βέβαιο ότι το εν λόγω μέλος μέχρι τη στιγμή της μετάνοιάς του προχωρούσε σε πράξεις που περιέχουν ποινική απαξία και οι οποίες απορροφούνται από το κακούργημα της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης ή της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση. Από την άλλη, όμως, είναι σίγουρο ότι η Πολιτεία οφείλει να παρέχει ένα ισχυρό κίνητρο στον μετανοημένο πολίτη για τη συνεισφορά του στην αποτροπή εγκληματικών πράξεων και η απαλλαγή της ποινικής ευθύνης του είναι ένα από αυτά. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι θα βρεθεί η χρυσή τομή που θα ισορροπήσει τα παραπάνω αντικρουόμενα ζητούμενα.
Καταλήγοντας, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι ο νέος Ποινικός Κώδικας, όπως φέρεται προς ψήφιση, εισάγει πληθώρα καινοτομιών και πρακτικών λύσεων με θετικό χαρακτήρα και προς την ορθή κατεύθυνση, εν τούτοις χρήζει αναθεώρησης ή και διόρθωσης σε διάφορα επιμέρους ζητήματα που εμπεριέχουν πολλαπλούς κινδύνους για την κοινωνία, την οποία υποτίθεται ότι ο νόμος αυτός προστατεύει.
Διάγραμμα Προτεινόμενων Αλλαγών στο ΣχΠΚ
· Άρθρο 65: Αναστολή υπό επιτήρηση επιβαλλόμενων ποινών φυλάκισης 3-5 ετών. Αποτέλεσμα είναι η έκτιση ποινής μόνο σε περίπτωση καταδίκης για κακούργημα.
· Άρθρο 92: Έναρξη χρόνου παραγραφής των ποινών η ημέρα κατά την οποία έγινε αμετάκλητη η απόφαση. Λόγω της εν τοις πράγμασι μη καθαρογραφής των αποφάσεων εντός του 15νθημέρου, όπως το αρθ. 473 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζει, θα έπρεπε να οριστεί ως χρόνος έναρξης της παραγραφής των ποινών η επομένη της παρέλευσης της προθεσμίας του αρθ. 473 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ (10 ήμερο ή 20ήμερο από την καθαρογραφή της απόφασης). Συνεπώς, με το άρθρο αυτό εισάγεται ρωγμή στο αρθ. 114 ΠΚ, καθώς χρόνος έναρξης της παραγραφής της ποινής δεν ορίζεται το αμετάκλητο της απόφασης.
· Άρθρο 104 παρ. 1: Εκδίκαση μετά στη συμπλήρωση του 18ου έτους. Χρήζει συμπλήρωσης για τους ανήλικους που όταν τέλεσαν την πράξη βρίσκονταν μεταξύ του όγδοου και δέκατου πέμπτου έτους της ηλικίας τους.
· Άρθρο 107: Νεαροί Ενήλικες (πρώην μετεφηβική ηλικία, 21 έτη). Προτείνεται η παράταση του ηλικιακού ορίου από το εικοστό πρώτο έτος στο εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας των δραστών.
· Άρθρο 129 παρ. 1: Δωροδοκία (Πολιτικού Προσωπικού). Μετατροπή των αδικημάτων της δωροδοκίας και δωροληψίας των πολιτειακών οργάνων από κακουργήματα σε πλημμελήματα. Επιβάλλεται η επαναφορά της προηγούμενης νομοθετικής ρύθμισης, ίσως κι η περαιτέρω αυστηριοποίησή της με απειλή ισόβιας κάθειρξης, λαμβάνοντας υπόψη τις διαμορφωθείσες κοινωνικές κι οικονομικές συνθήκες και το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
· Άρθρο 129 παρ. 4: Δωροδοκία (Πολιτικού Προσωπικού). Ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα ετών για τους πολιτικούς παράγοντες που δωροδοκούνται. Χρήζει οπωσδήποτε αυστηρότερης ποινικής αντιμετώπισης, ίσως και με απειλή ποινής ισοβίου κάθειρξης, λαμβάνοντας υπόψη τις διαμορφωθείσες κοινωνικές κι οικονομικές συνθήκες και το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
· Άρθρο 181: Μέτρα επιείκειας. Απαλλαγή από οποιαδήποτε ποινική ευθύνη μέλους εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης που καταγγέλλει τη σχεδιαζόμενη εγκληματική δράση της οργάνωσης με αποτέλεσμα είτε την πρόληψη της διάπραξης αυτής είτε την εξάρθρωση της οργάνωσης. Προτιμότερη η πρόβλεψη μειωμένης σε μεγάλο βαθμό ποινής παρά η πλήρη απαλλαγή από ποινική ευθύνη.
· Άρθρο 225: Επικίνδυνη Οδήγηση. Η ενδεικτική περίπτωση της οδήγησης οχήματος τεχνικά ανασφαλούς πρέπει να προβλέπεται μόνο για τους παραβάτες-επαγγελματίες οδηγούς και όχι για όλους τους οδηγούς, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές πρακτικές εφαρμογές με σωρεία διώξεων.
· Άρθρο 242 παρ. 1: Σωματική βλάβη από αμέλεια. Τιμωρείται διαζευκτικά είτε με ποινή φυλάκισης μέχρι είτε με χρηματική ποινή. Ορθότερη η πρόβλεψη μόνο για ποινή φυλάκισης γιατί με τον προτεινόμενο τρόπο εισάγεται άνιση αντιμετώπιση μεταξύ άπορων και εύπορων. Επίσης, για την εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη προβλέπεται μόνο χρηματική ποινή. Η συγκεκριμένη ρύθμιση ίσως να μην ικανοποιήσει σε πολλές περιπτώσεις το αίσθημα δικαίωσης που αναμένει το εκάστοτε θύμα.
· Οι παρατηρήσεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν σαν γενικότερη παρατήρηση επί του ΣχΠΚ, ενώ αφορούν πλην των προαναφερθέντων και τα άρθρα 115 (έκθεση σε κίνδυνο αντιποίνων), 122 (προσβολές κατά των εκπροσώπων άλλου κράτους), 123 (προσβολή διπλωματικών αντιπροσώπων), 124 (προσβολή συμβόλων άλλου κράτους), 128 (νόθευση εκλογής ή ψηφοφορίας), 130 (αντιποίηση), 132 (βία κατά εκλογέων), 133 (εξαπάτηση εκλογέων), 134 (παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας), 135 (νόθευση εκλογής), 136 (δωροδοκία εκλογέα), 137 (διατάραξη εκλογικής διαδικασίας), 143 (ψευδής κατάθεση), 146 (ψευδής καταγγελία), 148 (υπόθαλψη), 149 (παρασιώπηση εγκλημάτων), 150 (παραβίαση δικαστικών αποφάσεων), 153 (παραβίαση δικαστικού απορρήτου), 154 (αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης), 155 (απιστία δικηγόρου), 156 (αντιποίηση), 161 (παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων Δημοσίου), 162 (μη εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης), 163 (παράβαση καθήκοντος), 168 (αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης), 170 (αντιποίηση), 171 (βία κατά υπαλλήλου), 172 (διατάραξη της λειτουργίας της υπηρεσίας), 173 (ελευθέρωση φυλακισμένου), 174 (απόδραση κρατουμένου), 176 (παραβίαση κατάσχεσης, φύλαξη της αρχής και παραβίαση σφραγίδων), 177 (βλάβη επίσημων κοινοποιήσεων), 182 (διατάραξη της κοινής ειρήνης), 183 (επιβουλή θρησκευτικής ειρήνης), 184 (διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια), 185 (απειλή διάπραξης εγκλημάτων), 186 (πρόκληση και προσφορά για την τέλεση εγκλήματος), 187 (διασπορά ψευδών ειδήσεων), 188 (προσβολή συμβόλων ή τόπων ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας), 189 παρ. 3 (παραχάραξη νομισμάτων ή άλλων μέσων πληρωμής μικρής αξίας), 190 παρ. 1 εδ. 2 και παρ. 2 (κυκλοφορά πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής μικρής αξίας), 191 (καθ’ υπέρβαση κατασκευή νομίσματος μικρής αξίας), 192 (πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων), 193 (προπαρασκευαστικές πράξεις), 197 (πλαστογραφία πιστοποιητικών), 198 (υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως), 199 (ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις), 200 (υπεξαγωγή εγγράφων), 206 παρ. 1 εδ. 2 (προσβολές της στιβάδας του όζοντος), 215 παρ. 2 (πλημμύρα), 217 παρ. 1 περ. α) και παρ. 2 (κοινώς επικίνδυνη βλάβη), 218 παρ. 2 (άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων από αμέλεια), 219 παρ. 3 (δηλητηρίαση πραγμάτων προορισμένων για το κοινό από αμέλεια), 220 παρ. 1 περ. α) και παρ. 3 (παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών), 221 παρ. 2 (παραβίαση κανόνων οικοδομικής από αμέλεια), 222 (παρεμπόδιση αποτροπής κοινού κινδύνου και παράλειψη οφειλόμενης βοήθειας), 224 παρ. 1 περ. α) και παρ. 2 (επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία), 225 παρ. 1 περ. α) και παρ. 2 (επικίνδυνη οδήγηση), 226 παρ. 3 (επικίνδυνες παρεμβάσεις στην συγκοινωνία σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών από αμέλεια), 227 παρ. 3 (παρακώλυση συγκοινωνιών από αμέλεια), 230 παρ. 4 (παρακώλυση επικοινωνιών), 231 παρ. 4 (παρακώλυση λειτουργίας άλλων εγκαταστάσεων από αμέλεια), 237 (σωματική βλάβη), 244 (παράλειψη προσφοράς βοήθειας), 245 (συμπλοκή), 252 (αυτοδικία), 252 (απειλή), 253 (διατάραξη οικιακής ειρήνης), 258 (σεξουαλική παρενόχληση), 259 (σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία), 280 (δυσφήμηση), 282 (εξύβριση), 283 (προσβολή μνήμης νεκρού), 288 (διατάραξη της οικογενειακής τάξης), 289 (αρπαγή ανηλίκου), 290 (παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής), 291 (εγκατάλειψη εγκύου), 292 (παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου), 297 (αυθαίρετη χρήση μεταφορικού μέσου), 298 (υπεξαίρεση), 300 (φορά ξένης ιδιοκτησίας), 308 (απατηλή πρόκληση βλάβης), 310 (αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος), 312 (δυσφήμηση ανώνυμης εταιρίας) και 313 (καταδολίευση δανειστών).
Παρακαλούμε να διανεμηθεί η παρούσα στα μέλη του ΔΣ.
Με τιμή,
Οι εισηγητές
Στυλιανός Δ. Μαυρίδης Γιώργος Δανιήλ